Δηµιουργία ιδιόκτητου ιδρύµατος εκτύπωσης τραπεζογραµµατίων και αξιών
Τα πρώτα χρόνια µετά την ίδρυσή της, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτύπωνε τα τραπεζικά γραµµάτια, τις τραπεζικές επιταγές, τις συναλλαγµατικές και όποια άλλη έκδοση χρειαζόταν στην Αγγλία, τη χώρα που είχε καθορίσει ως χώρα χρυσής νοµισµατικής βάσης, και σε ορισµένα ελληνικά τυπογραφεία.
Ωστόσο, από την αρχή υπήρχαν σκέψεις για τη δηµιουργία ιδιόκτητου ιδρύµατος εκτύπωσης τραπεζογραµµατίων και αξιών. Άλλωστε, ήδη πριν από τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, δεκατέσσερις χώρες διέθεταν ανάλογα ιδρύµατα εκτύπωσης που εξυπηρετούσαν τις εκδοτικές ανάγκες των κεντρικών τραπεζών τους.
Η απόφαση
Η οργάνωση µιας ειδικής τεχνικής υπηρεσίας µε το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό και τον αντίστοιχο µηχανολογικό εξοπλισµό για την εκτύπωση τραπεζογραµµατίων και αξιών ήταν απαραίτητη και θα ενίσχυε την ασφάλεια και την προστασία από τον κίνδυνο της παραχάραξης.
Η ύπαρξη ενός τέτοιου ιδρύµατος θα έδινε µεγαλύτερη ανεξαρτησία στην Τράπεζα και τη δυνατότητα να αποσύρει από την κυκλοφορία, αν παρίστατο ανάγκη, ανά πάσα στιγµή, τίτλους αξιών και να εκτυπώνει νέους. Παράλληλα, το Ελληνικό Δηµόσιο θα είχε τη δυνατότητα να εκτυπώνει µε ασφάλεια και οικονοµικότερους όρους τα επίσηµα έγγραφά του. Η παραγωγή θα περνούσε σε ελληνικά χέρια και ταυτόχρονα θα περιοριζόταν και η εξαγωγή συναλλάγµατος.
Νέες όµως αµφισβητήσεις για τη σκοπιµότητα της ύπαρξης της ίδιας της Τράπεζας, ως αυτοτελούς εκδοτικού ιδρύµατος, και η επαναφορά του ζητήµατος της επανασυγχωνεύσεως της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος, δεν άφηναν περιθώρια για την πραγµατοποίηση αυτού του σκοπού.
Σταδιακά, και καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος καθιερώθηκε ως το επίσηµο εκδοτικό ίδρυµα της χώρας, το θέµα επανήλθε. Μέσα σε λίγα χρόνια από την ίδρυσή της, η Τράπεζα της Ελλάδος έγινε ο ουσιαστικός επόπτης της διαχείρισης των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, µε συµµετοχή των υπαλλήλων της στα διοικητικά συµβούλιά τους. Στο τέλος του 1938, διαχειριζόταν τους λογαριασµούς πλήθους νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου.
Τον ίδιο χρόνο αποφασίστηκε η ίδρυση του τυπογραφείου της Τράπεζας και η αγορά ενός µεγάλου αγροκτήµατος 214,50 στρεµµάτων στο Χολαργό, µε την προοπτική της ανέγερσης του κτιρίου του τυπογραφείου.
Το Δηµόσιο θα αποκτούσε µε τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα να εκτυπώνει σε δικό του εργοστάσιο κάθε αξία και τίτλο, καταβάλλοντας µόνο το κόστος της εργασίας και των υλικών, χωρίς κανένα κέρδος ή προµήθεια για την Τράπεζα.
Η Ανωτάτη Διοίκηση Οικονοµικής Άμυνας έδωσε τη σχετική άδεια για την εγκατάσταση και λειτουργία του Νομισματοκοπείου (ΙΕΤΑ). Αµέσως µετά την αγορά, οι µηχανικοί της Τεχνικής Υπηρεσίας της Τράπεζας Κ. Παπαδάκης και Α. Δελένδας επισκέφθηκαν το Βερολίνο, τη Γενεύη και το Βελιγράδι για να µελετήσουν τις εκεί αντίστοιχες εγκαταστάσεις. Το Βελιγράδι µάλιστα χρησιµοποιούσε µηχανήµατα του οίκου «Koenig + Bauer» της Βιέννης, όµοια µε αυτά που είχαν παραγγελθεί και για την Ελλάδα.
Τα σχέδια και η κατασκευή του κτιρίου
Τα σχέδια, που µελέτησαν οι αρχιτέκτονες της Τεχνικής Υπηρεσίας Κ. Παπαδάκης και Δ. Φιλιππάκης-Καραντινός, επεξεργάστηκε στη συνέχεια ο καθηγητής Brown, διευθυντής του αντίστοιχου ιδρύµατος της Αυστριακής Εθνικής Τράπεζας.
Το τυπογραφείο είναι ένα τριώροφο κτίριο µε υπόγειο, σε σχήµα Π. Η κεντρική πτέρυγα, µήκους 72 µ. και πλάτους 16 µ., θα στέγαζε τους κύριους χώρους του τυπογραφείου και γι’ αυτό είχε διπλό ύψος. Στη νότια πλάγια πτέρυγα σχεδιάστηκαν οι χώροι εκτύπωσης των κρατικών λαχείων και στην ακριβώς απέναντί της, το τυπωτήριο των κερµάτων. Οι υπόλοιποι χώροι θα χρησίμευαν για την αποθήκευση του χαρτιού και για διάφορα απαραίτητα εργαστήρια (µηχανουργείο, ηλεκτρολογείο, βαφείο κ.λπ.).
Στη βόρεια πλευρά του κτιρίου, στον πρώτο όροφο, µια µεγάλη θολωτή αίθουσα προοριζόταν για την εγκατάσταση των µηχανών της χαλκογραφικής και της πολυχρωµικής εκτύπωσης.
Στο δεύτερο όροφο θα στεγάζονταν οι διοικητικές υπηρεσίες, τα γραφεία του προσωπικού, το σχεδιαστήριο, το εργαστήριο των χαρακτών, το λογιστήριο και τα εργαστήρια ποιοτικού έλεγχου (χημείο).
Γενικά, επρόκειτο για ένα λιτό βιοµηχανικό κτίριο που ακολουθούσε την τεχνοτροπία της αρχιτεκτονικής της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην εύκολη εσωτερική µετακίνηση των φορτίων. Σε όλες τις παραλλαγές, οι χώροι φωτίζονταν άπλετα από σειρά υαλοστασίων.
Όμως, ο πόλεµος βρισκόταν ήδη προ των πυλών.
«Εις το ανεγερθησόµενον εν Αγία Παρασκευή κτίριον του Τυπογραφείου της Τραπέζης της Ελλάδος θα κατασκευασθή καταφύγιον αντιαεροπορικόν εις το υπόγειον του κεντρικού τµήµατος αυτού… Εσωτερικώς το καταφύγιον θα διαιρήται εις 4 περίπου ίσους θαλάµους, συγκοινωνούντας προς αλλήλους και θα περιλαµβάνη όλους τους υπαλλήλους και το εργατικόν προσωπικόν του Τυπογραφείου, που υπολογίζεται να φθάσουν τα 300 άτοµα.»
Ενώ το κτίριο βρισκόταν ακόµη υπό κατασκευή, η Τράπεζα προχώρησε σε προσλήψεις και µετεκπαιδεύσεις εξειδικευµένου προσωπικού. Ο πρώτος Διευθυντής Γ. Τρακάκης επισκέφθηκε την Αυστρία και τη Γερµανία για να µελετήσει τη λειτουργία αντίστοιχων ιδρυµάτων. Το κτίριο ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1941 και το συνολικό κόστος έφθασε τα 110.000.000 δρχ., ενώ τα εκτυπωτικά µηχανήµατα στοίχισαν 38.000.000 δραχµές.
Μετά την απελευθέρωση ξεκινά η λειτουργία του τυπογραφείου
Το τυπογραφείο όµως δεν πρόλαβε να λειτουργήσει στη διάρκεια του πολέµου και της Κατοχής καθώς η Τράπεζα δεν πραγματοποίησε νέες εκτυπώσεις, ενώ ολόκληρο το κτήµα επιτάχθηκε από το Γερµανικό Ναυαρχείο Αιγαίου.
Μετά την απελευθέρωση αποφασίστηκε τελικά να τεθεί σε λειτουργία, χρειαζόταν όµως επισκευές και τελειοποιήσεις. Οι εγκαταστάσεις εκτύπωσης ήταν ηµιτελείς και ο µηχανικός εξοπλισµός χρειαζόταν συντήρηση, καθώς είχε µείνει για χρόνια αχρησιµοποίητος. Κατά το διάστηµα µάλιστα της Κατοχής τα µηχανήµατα κινδύνεψαν να διαρπαγούν από τους κατακτητές, αλλά σώθηκαν χάρη στις ενέργειες ενός βιεννέζου αξιωµατικού που υπηρετούσε στις δυνάµεις κατοχής. Εγκρίθηκαν συµπληρωµατικές πιστώσεις για την αγορά νέου σύγχρονου εξοπλισµού, αφού κάποια µηχανήµατα ήταν ήδη πεπαλαιωμένα πριν προλάβουν να λειτουργήσουν.
Η πρώτη εκτύπωση: το καφέ χιλιόδραχμο
Το «εκατοντάδραχµο της απελευθέρωσης», µε τον πυρπολητή Κωνσταντίνο Κανάρη στην πρόσθια όψη και τη Δόξα στην οπίσθια, που κυκλοφόρησε στις 11 Νοεµβρίου του 1944, τυπώθηκε και πάλι στην Αγγλία.
Το πρώτο τραπεζογραµµάτιο που τυπώθηκε στο νέο τυπογραφείο είναι το καφέ χιλιόδραχµο. Για το σκοπό αυτό αγοράστηκαν ειδικές µηχανές λιθογραφικής εκτύπωσης, δύο για δίχρωµη εκτύπωση και δύο για µονόχρωµη, καθώς και ειδικά επίπεδα πιεστήρια. Εκεί εκτυπώθηκε το πορτοκαλί τραπεζογραµµάτιο των 10.000 δρχ. και το τραπεζογραµµάτιο των 5.000 δρχ. µε την κεφαλή του εθνικού µας ποιητή Διονυσίου Σολωµού.
Τόσο ο καθηγητής Brown, Διευθυντής του Αυστριακού Εκτυπωτικού Ιδρύµατος, όσο και ο Γάλλος οµόλογός του της Banque de France, ο Guittard, οµολογούν το άρτιο αποτέλεσµα της εκτύπωσης τόσο από αισθητική όσο και από τεχνική άποψη.
Το 1950, στη Γενική Συνέλευση των Μετόχων, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Μαντζαβίνος έλεγε: «Ευρίσκεται ήδη το Ίδρυµα του Χολαργού εις την αυτήν σχεδόν γραµµήν προς τα νοµισµατοκοπεία των εν Ευρώπη Εκδοτικών Τραπεζών και είναι ήδη εις θέσιν να εκτυπώνη απάσας τας κατηγορίας ελληνικών χαρτονοµισµάτων…..».